συντείνει

συντείνει
συντείνω
strain
aor subj act 3rd sg (epic)
συντείνω
strain
pres ind mp 2nd sg
συντείνω
strain
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Potentiality and actuality — Energeia redirects here. For other uses, see Energia (disambiguation) and Energy (disambiguation). Dunamis redirects here. For other uses, see Dunamis (disambiguation). Part of a series on …   Wikipedia

  • Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • δέμνιον — δέμνιον, το (Α) 1. (συνήθως στον πληθ., δέμνια) στρώμα, κρεβάτι 2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται είτε για παράγωγο τού δέω, δω «δένω» (< δέμα ή *δέμαρ), πράγμα στο οποίο συντείνει το συνθ. κρήδεμνον, είτε… …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… …   Dictionary of Greek

  • καταλήψιμος — καταλήψιμος, ον (Α) [κατάληψις] 1. αυτός που συντείνει σε σύλληψη και καταδίκη 2. αυτός που πρέπει να συλληφθεί και να καταδικαστεί …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”